Σύντομη ιστορική ανασκόπηση των Ολυμπιακών Αγώνων της αρχαιότητας

Στην αρχαιότητα, που χαρακτηριζόταν από τον ελληνικό ανθρωποκεντρισμό αλλά και τη θεοκρατία του υπόλοιπου γνωστού κόσμου, οι οργανωμένοι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Ολυμπία θεωρούνταν οι σημαντικότεροι από όλους τους αθλητικούς αγώνες της εποχής.

Διοργανώθηκαν για πρώτη φορά το 776 π.Χ. στην Αρχαία Ολυμπία και πραγματοποιούνταν κάθε τέσσερα χρόνια τους θερινούς μήνες (Ιούλιο-Αύγουστο). Διαρκούσαν πέντε ημέρες και περιλάμβαναν τα εξής αγωνίσματα: Αγώνες δρόμου, Πάλη, Πυγμαχία, Παγκράτιο, Αρματοδρομίες και το Πένταθλο, το οποίο αποτελούνταν από τα αθλήματα: Αγώνας Δρόμου, Άλμα, Πάλη, Δισκοβολία και Ακοντισμός. Διεξάγονταν στο Στάδιο, την Παλαίστρα και τον Ιππόδρομο, μπροστά σε χιλιάδες θεατές από όλες τις πόλεις του ελληνικού κόσμου. Οι συμμετέχοντες ακολουθούσαν κοινούς αθλητικούς κανόνες, που είχαν καθιερωθεί για τη διεξαγωγή των αγώνων και κατά τη διάρκειά τους έπαυαν οι εχθροπραξίες και κηρυσσόταν εκεχειρία. Οι νικητές βραβεύονταν με στεφάνι αγριελιάς, τον κότινο, και απολάμβαναν ιδιαίτερες τιμές και προνόμια από την πατρίδα τους.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της κλασικής περιόδου οι αγώνες διατηρούσαν τα ολυμπιακά ιδεώδη, δηλαδή την εκεχειρία, το «αἰέν ἀριστεύειν» και το «εὖ ἀγωνίζεσθαι». Προκύπτει, δηλαδή, ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν δημιουργία καθαρά των Ελλήνων και συνεπώς ελληνική υπόθεση[1].

 Η απαρχή της χαλάρωσης των ολυμπιακών ιδεωδών βρίσκεται στην ελληνιστική εποχή, όταν επήλθε η διεθνοποίηση και η επαγγελματοποίηση των αγώνων «όπου με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου δημιουργήθηκαν νέες ελληνικές αποικίες και βασίλεια. Παντού χτίστηκαν οι παραδοσιακοί χώροι αθλήσεως (γυμνάσια, παλαίστρες, στάδια κ.λπ.) και οργανώνονταν τοπικοί αγώνες με πρότυπο τους πανελλήνιους»[2]. Μεταβολές γίνονταν και στον ελλαδικό χώρο, αφού οι βασιλείς των ελληνιστικών κρατών διέθεταν κονδύλια για τον εξωραϊσμό και την επέκταση των αθλητικών συγκροτημάτων. «Έτσι, σιγά σιγά, τους αγώνες των ελληνιστικών χρόνων χαρακτήριζε η πολυτέλεια, που ερχόταν σε αντίθεση με την αρχαία λιτότητα, και η φροντίδα για τη μεγαλύτερη άνεση των θεατών, πράγμα που σήμαινε ότι οι αγώνες άρχισαν να χάνουν το θρησκευτικό τους χαρακτήρα και να γίνονται θέαμα»[3]. «Κατά την ελληνιστική περίοδο το γνήσιο αθλητικό πνεύμα των άλλων εποχών αρχίζει να χάνει συνεχώς έδαφος και να δέχεται καίρια χτυπήματα με τη διεξαγωγή αγώνων σε επαγγελματικό επίπεδο. Το σπουδαιότερο ρόλο έπαιξαν η ειδίκευση των αθλητών σε ορισμένα αγωνίσματα, η παροχή σε αυτούς μεγάλων χρηματικών αμοιβών και άλλες σημαντικές διακρίσεις, που έκαναν τη θέση τους εξαιρετικά προνομιακή»[4].

Η διεθνοποίηση και επαγγελματοποίηση των αγώνων συνεχίστηκε και κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Με την υποταγή της Ελλάδας στους Ρωμαίους το 146 π.Χ. και την περιφρόνησή τους στους αθλητικούς αγώνες γενικά, τα Ολύμπια σταδιακά χάνουν τη σημασία τους, αν και το 86 π.Χ. έγινε μια ανεπιτυχής προσπάθεια από το Σύλλα να μεταφερθεί η διοργάνωση των αγώνων στη Ρώμη. «Ο Αύγουστος όμως σύντομα αντιλήφθηκε τη σημασία των ελληνικών γιορτών ως μέσον άσκησης επιρροής στην Ελλάδα και γι’ αυτό ενίσχυσε την διοργάνωσή τους τόσο στην Ολυμπία όσο και στη Ρώμη»[5], με τη συμμετοχή πλέον και Ρωμαίων, οριστικοποιώντας με αυτόν τον τρόπο τη διεθνοποίησή τους. Ακολούθησε μια περίοδος μαρασμού των αθλητικών αγώνων, η οποία ανακόπτεται προσωρινά κατά την εποχή Αδριανού – Αντωνίνου, όπου παρατηρείται «αναβίωση και άνθηση των πανελλήνιων αγώνων με παράλληλη οικοδομική δραστηριότητα ανακαινίσεως και επεκτάσεως των αθλητικών συγκροτημάτων»[6]. Μετά από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι σταδιακά ο χαρακτήρας των αγώνων εκφυλιζόταν, καθώς η ευγενής άμιλλα αντικαταστάθηκε από τον επαγγελματισμό και τις δωροδοκίες. Παρόλα αυτά, η διεξαγωγή των αγώνων συνεχιζόταν κανονικά μέχρι το 393 μ.Χ., οπότε και καταργήθηκαν οριστικά με διάταγμα του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄, καθώς η νέα θρησκεία, ο χριστιανισμός, ταύτιζε τους αθλητικούς αγώνες με την αρχαιοελληνική θρησκεία[7].

Παρότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου είχαν εξελιχθεί από θρησκευτική εκδήλωση σε καθαρό θέαμα, ο χριστιανισμός με την κατάργησή τους δεν ποινικοποίησε απλά τον αθλητισμό ως ειδωλολατρική συμπεριφορά αλλά και τον ενοχοποίησε στη συνείδηση των πολιτών ως αμαρτία. Τόσο σημαντικά ήταν τα πλήγματα που κατάφερε ο χριστιανισμός στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ώστε χρειάστηκε η μεσολάβηση 15 αιώνων μέχρι την αναβίωσή τους το 1896 ως Σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες[8].


Σημειώσεις:
[1] Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Από την Αρχαία Ολυμπία στην Αθήνα του 1896. Κανόνες συμμετοχής [στους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες]. Στο: http://www.ime.gr/olympics/ancient/gr/204a.html (προσπελάστηκε στις 9/6/2016)
[2] Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα» (1997), Αγώνες γυμνικοί. Τόμ. 2, σ.254.
[3] Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα» (1997), Αγώνες γυμνικοί. Τόμ. 2, σ.254.
[4] Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα» (1997), Αγώνες γυμνικοί. Τόμ. 2, σ.254.
[5] Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα» (1997), Αγώνες γυμνικοί. Τόμ. 2, σ.254.
[6] Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα» (1997), Αγώνες γυμνικοί. Τόμ. 2, σ.254.
[7] Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα» (1997), Αγώνες γυμνικοί. Τόμ. 2, σ.255.
[8] Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα» (1997), Αγώνες γυμνικοί. Τόμ. 2, σ.255.

προηγούμενη σελίδα | επόμενη σελίδα